ὑλακτῶ — ὑλακτέω bark pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑλακτέω bark pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και … Dictionary of Greek
εφυλακτώ — ἐφυλακτῶ, έω (Α) υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑλακτῶ «γαυγίζω»] … Dictionary of Greek
καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… … Dictionary of Greek
υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
εξυλακτώ — ἐξυλακτῶ, έω (Α) [υλακτώ] κραυγάζω, γαβγίζω εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
θωύσσω — θωΰσσω (Α) 1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.) 2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.) 3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω 4. (για κουνούπια) βομβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek